- ταπή
- ἡ, Αβλ. ταφή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τἄπη — Ἄ̱πη , Ἆπις masc nom/voc/acc dual (doric ionic aeolic) ἔπη , ἔπος vácas neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἔπη , ἔπος vácas neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταφή — η, ΝΜΑ, και ταπή Α η τοποθέτηση νεκρού σώματος μέσα στη γη, μέσα σε τάφο, ενταφιασμός, θάψιμο (α. «στην ταφή σου με την πάχνη χύν η βρύση το νερό», Σολωμ. β. «αἱ γενεαὶ πᾱσαι ὕμνον τῇ ταφῇ σου προσφέρουσι, Χριστέ μου», Ακολ. Μ. Εβδομ. γ. «ταφῆς… … Dictionary of Greek
νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… … Dictionary of Greek
Υρκανία — Χώρα της Ασίας, στη σημερινή επαρχία Μαζαντεράν της Περσίας. Οι κάτοικοί της Υρκανοί, εξεστράτευσαν μαζί με τον Ξέρξη εναντίον της Ελλάδας. Ο Μέγας Αλέξανδρος την κυρίευσε και την έκανε σατραπεία με Έλληνες διοικητές. Πρωτεύουσα τους ήταν η Τάπη … Dictionary of Greek